προθάλλιο

προθάλλιο
Μικρό θαλλοειδές γαμετόφυτο των πτεριδοφύτων. Πρόκειται για ένα μικρό πράσινο έλασμα που φυτρώνει στη γη και προέρχεται από τη βλάστηση των σπορίων των πτερίδων ή άλλων αγγειοκρυπτογάμων. Πάνω σε αυτό υπάρχουν τα ανθηρίδια, τα οποία παράγουν τα ανθηροζωάρια (άρρενα όργανα) και τα αρχεγόνια, σε σχήμα φιάλης (θήλεα όργανα). Με τη γονιμοποίηση, που γίνεται μέσα στην κοιλιακή χώρα της φιάλης, σχηματίζεται ένα ωό, το οποίο αφού βλαστήσει δίνει το φυτικό έμβρυο που αναπτύσσεται πάνω στο προθάλλιο. To προθάλλιο είναι θαλλοειδές πτεριδόφυτο.
* * *
το, Ν
βοτ. α) μικρό πράσινο γαμετόφυλο που ζει ελεύθερα στο έδαφος και προκύπτει από την εκβλάστηση τών σπορίων ορισμένων κατώτερων τραχεοφύτων, λ.χ. τών πτερίδων
β) το γαμετόφυτο τών γυμνοσπέρμων
γ) οι υφές τών λειχήνων κατά τα αρχικά στάδια ανάπτυξης
δ) μικρό απλοειδές γαμετόφυτο τών φυκών που φέρει ανθηρίδια ή αρχεγόνια ή και τα δύο και το οποίο αναπτύσσεται από ένα σπόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • προθαλλιακός — ή, ό, Ν 1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προθάλλιο 2. φρ. «προθαλλιακό κύτταρο» βοτ. το μικρότερο και στείρο κύτταρο που σχηματίζεται παράλληλα με το ανθηριδιακό κύτταρο από την πρώτη διαίρεση τού μικροσπορίου ορισμένων πτεριδοφύτων και… …   Dictionary of Greek

  • ηπατικά — Χλωροφυλλούχα φυτά που ανήκουν –όπως και τα φυλλόβρυα ή μούσκλα– στα βρυόφυτα (κρυπτόγαμα). Η ονομασία τους οφείλεται σε κάποιες ομοιότητες που έχουν με το ήπαρ. Σύμφωνα με μία δοξασία, τα φυτά που μοιάζουν με κάποιο όργανο του ανθρώπου μπορούν… …   Dictionary of Greek

  • υμενοφυλλίδες — Λέγονται και Υμενοφυλλοειδή. Οικογένεια φυτών του αθροίσματος των πτερίδων, που αριθμεί αρκετά γένη πτερίδων των εύκρατων και θερμών χωρών. Τα φυτά αυτά είναι από τα ατελέστερα που υπάρχουν και διακρίνονται βασικά από το προθάλλιό τους, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”